- διπλοκάμπανο
- το1. ταυτόχρονο χτύπημα από δύο καμπάνες στην εκκλησία.2. φρ., «Του 'ρθανε διπλοκάμπανο», του συνέβηκαν ταυτόχρονα δύο ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.